Της Αντωνίας Γκίνη.
Από τις αναμνήσεις τις μητέρας μου Βασιλικής Καπεταναντώνη-Γκίνη που γεννήθηκε στην Αφησιά το 1921:
…περπάταγαν στην πλατεία του Λαυρίου κουρασμένοι, απελπισμένοι, ξένοι σε ξένο τόπο. Ο πατέρας μου κι ο Φώτης ο Δαμαρλάκης (είχε περάσει ήδη μια βδομάδα από τότε που φτάσανε στο Λαύριο), είχαν νοικιάσει κι οι δυο μαζί αντικριστά σπίτια στο Νυχτοχώρι. Της κυρά Αθηνάς που σου΄ λεγα.
Τώρα ήταν η ώρα να ψάξουν για δουλειά στα Μεταλλεία, στις Εταιρείες. Φέρανε ευτυχώς κάποια λεφτά μαζί τους, αλλά το γνώριζαν καλά, ότι τα έτοιμα τα χρήματα «κυλούν και φεύγουν σαν νερό», όπως έλεγε ο πατέρας. Βάδιζαν και κοίταζαν το σχολείο, τα μαγαζιά, τα σπίτια και τους ανθρώπους. Άλλο τοπίο αυτό εδώ. Βιομηχανικό. Είχαν βρεθεί ξανά σε τέτοιες πόλεις με εργοστάσια, απλά ήταν πιο μεγάλες και πιο σύγχρονες. Μετανάστες στην Αμερική κι οι δύο για δέκα χρόνια για να γλιτώσουν από τα τάγματα εργασίας των Τούρκων, τα γνωστά αμελέ ταμπουρού (Amele Taburları).
Πήραν τον δρόμο προς τα κάτω, προς την θάλασσα. Ήταν το μόνο κοινό με τον τόπο τους. Η θάλασσα… Αχ! Έρχονται κάτι στιγμές στην ζωή σου, που σε έχει βρει το κακό… και σε έχει σχεδόν τελειώσει! Έτσι σμπαραλιασμένοι και μουδιασμένοι, τράβηξαν για την θάλασσα. Κάποιοι φώναξαν τα ονόματά τους. Δεν γύρισαν. Νόμισαν πως παράκουσαν. Οι άλλοι όμως επέμεναν. Ένας έτρεξε και τράβηξε τον πατέρα από το σακάκι. «Κυρ Αντώνη εσύ;». Κάποιοι μιλούσαν ήδη στον Φώτη. Λαυριώτες γνωστοί! Μια σταλιά είναι ο κόσμος τελικά, τόσος δα…
Μετανάστες κι εκείνοι μαζί τους, τότε στην Αμερική, χρόνια μαζί στην δουλειά… Φτώχεια μεγάλη στην Ελλάδα, ξενιτευτήκαν για να δουλέψουν. Μια παρέα όλοι μαζί οι Έλληνες, στον ξένο τόπο…. Ενωμένοι, υποστήριζαν ο ένας τον άλλο. Φρόντιζαν ο ένας τον άλλο. Α! είμαστε υπέροχοι, σαν ανταμώνουμε μακριά απ’ την πατρίδα μας. Δεν ξέρω, πως τους είχαν βοηθήσει τότε οι δικοί μας. Ως φαίνεται ήταν νωρίτερα στην ξενιτιά και τους συμπαραστάθηκαν, όπως έλεγαν.
Οι Λαυριώτες φίλοι, τους σφιχταγκάλιασαν, τους άκουσαν, τους ηρέμησαν και τους υποσχέθηκαν ότι θα έκαναν ότι μπορούσαν για να τους βρουν δουλειά. Και τους βρήκαν στην Ελληνική Εταιρεία! Εκεί αρχικά βρήκαν δουλειά, ο πατέρας μου, ο Φώτης Δαμαρλάκης, ο Δημήτρης Παπαζαχαρίας ο θείος μου κι άλλοι γνωστοί μας Αφησιανοί. Άλλοι πήγαν στην Γαλλική κι άλλοι στην Εταιρεία με τα τούβλα, όλοι πάντως χωθήκαν στις στοές, βουτήχτηκαν στα σκοτάδια και την σκόνη…
Ήμουν μωρό τότε εγώ. Αυτά μου τα είπε η μητέρα μου, όταν μεγάλωσα.
Για το υπερωκεάνιο «Κωνσταντινούπολις», που μας έφερε στο λιμάνι του Λαυρίου, στις 26 Οκτωβρίου το 1922. Ανήμερα του Αγίου Δημητρίου. Ο πατέρας μου, με είχε στην αγκαλιά του και καθώς κατεβαίναμε, κοίταξε την πόλη και μετά εμένα και είπε:
«Αχ! Με τα δύσκολα ξεκινάς εσύ την ζωή σου…».
H Αντωνία Γκίνη,
πρόσφυγας πρώτης γενιάς, είναι κόρη της Αφησιανής προσφυγοπούλας Βασιλικής Καπεταναντώνη-Γκίνη που γεννήθηκε λίγους μήνες πριν τον ξεριζωμό. Μας μεταφέρει με την πένα της και το δικό της μοναδικό τρόπο, τις αναμνήσεις της αιωνόβιας μητέρας της Βασιλικής.
Η κ. Βασιλική συνεχίζει ακούραστη, παρά τα 101 της χρόνια, να μας βοηθάει και να εμπλουτίζει με ανεκτίμητους θησαυρούς το μουσείο μας… Με τη βοήθεια της συμπληρώσαμε ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας των Αφησιανών προσφύγων. Ένα ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ και στις δύο από εμάς είναι πολύ λίγο…